- ἀπογαλακτισμοῦ
- ἀπογαλακτισμόςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόκομμα — το (AM ἀπόκομμα) [αποκόπτω] αυτό που έχει αποκοπεί από κάπου, τεμάχιο, κομμάτι νεοελλ. 1. τμήμα, κομμάτι που έχει αφαιρεθεί με σχίσιμο ή ψαλίδισμα από κάπου 2. το υπόλοιπο εισιτηρίου που επιστρέφεται στον κάτοχο μετά από τον έλεγχο 3. ο… … Dictionary of Greek
κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… … Dictionary of Greek